τρεχαλητό

τρεχαλητό
το, Ν
τρεχάλα, τρέξιμο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < τρεχάλα + κατάλ. -ητό (πρβλ. χασμουρ-ητό)].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • τρεχαλητό — το τρεχάλα, τρέξιμο, τρεχιό …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • τρεχιό — το, Ν τρέξιμο, τρεχάλα, τρεχαλητό. [ΕΤΥΜΟΛ. Υποχωρητ. < ρ. τρέχω (πρβλ. φεύγω: φευγιό)] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”